Σάββατο 15 Μαΐου 2010

Πρόγραμμα Commenius στο σχολείο μας

Το σχολείο της Ματαράγκας συμμετέχει σε ένα πρόγραμμα σύμπραξης σχολείων από την Κύπρο, την Πολωνία, την Πορτογαλία, την Ιταλία και την Ελλάδα. Θέμα του προγράμματος αυτού είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. 
Οι μαθητές από τις χώρες αυτές  φιλοξενήθηκαν στη χώρα μας από 22-25 Απριλίου από τους μαθητές του σχολείου μας και είχαν τη χαρά, όπως αποδείχτηκε, πέρα από την αναμενόμενη ανταλλαγή αντιλήψεων και πολιτισμών, να αποκτήσουν νέους φίλους. Στη συνέχεια, οι μαθητές συνέχισαν την περιήγησή τους στην Αθήνα, επισκέφτηκαν το νέο μουσείο της Ακρόπολης και φυσικά περιδιάβηκαν στο λόφο της Ακρόπολης. 
Όλη η εμπειρία ήταν πολύ ευχάριστη για τους καθηγητές και μαθητές που συμμετείχαν στο πρόγραμμα αυτό και για όλο το σχολείο αλλά και για την τοπική κοινωνία συνολικά.

Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

Καλή επιτυχία στους μαθητές της Γ λυκείου!!!

«TO BE ΓΥΝΑΙΚΑ OR NOT TO BE ΓΥΝΑΙΚΑ? »

Οι γυναίκες για πολλά χρόνια θεωρούνταν κατώτερες των ανδρών και έπρεπε να τους υπακούν-αν και το υπηρετούν είναι πιο κατάλληλη λέξη- και να είναι υποχείρια τους αφού «από την φύση τους ήταν αδύναμες» πράγμα που πολύ συχνά οδηγούσε στο να γίνονται θύματα εκμετάλλευσης και να κακοποιούνται σωματικά, σεξουαλικά αλλά και ψυχολογικά. Στις μέρες μας, μετά από επίπονους και συνεχείς αγώνες κατόρθωσαν να αποκτήσουν δικαιώματα και να πάψουν να αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι δεύτερης διαλογής αλλά ως ισότιμες με τους άνδρες.
Δυστυχώς όμως πολλές γυναίκες ισχυρίζονται ότι η ισότητα των δυο φύλων υπάρχει μόνο στα χαρτιά και ότι συνεχίζουν να υπάρχουν φαινόμενα ρατσιστικής αντιμετώπισης των γυναικών και να γίνονται διακρίσεις εναντίον τους. Όσο και αν θα ήθελα να διαφωνήσω η κοινωνία μας βρίθει παραδειγμάτων.
Κατ’ αρχήν ιδιαίτερα σε κλειστές κοινωνίες σαν τη δικιά μας ποια δεν έχει ακούσει κυρίως από τους γηραιότερους αλλά και από νεότερους σχόλια του τύπου «άμα δεν ξέρεις να μαγειρεύεις πώς θ’ ανοίξεις σπίτι αύριο μεθαύριο;», «άλλο εσύ άλλο αυτός, είναι αγόρι εσύ είσαι κορίτσι», «ας το αυτό δε μπορείς εσύ είσαι κορίτσι» ή και την γνωστή ευχή «άντε και του χρόνου μ’ ένα καλό γαμπρό!!»; Όλα τα παραπάνω είναι εκφράσεις των αντιλήψεων για τις γυναίκες που κυριαρχούν στην κοινωνία μας, ότι δηλαδή η γυναίκα θα πρέπει να είναι καλή νοικοκυρά, καλή σύζυγός και καλή μητέρα, ότι αυτός είναι ο προορισμός της ζωής της και βασικά προσόντα που θα πρέπει να διαθέτει είναι η υπακοή, η πίστη και η ταπεινοφροσύνη. Οι αντιλήψεις αυτές είναι τα αίτια που πολλές οικογένειες απαγορεύουν στα νεαρά κορίτσια τις βραδινές εξόδους και που τα κατευθύνουν σε επαγγέλματα «κατάλληλα» για μια γυναίκα όπως δασκάλες και νηπιαγωγοί αποθαρρύνοντας τα να κάνουν κάτι παραπάνω και γενικότερα κλονίζουν την αυτοπεποίθηση τους και τις κάνουν να πιστεύουν ότι η κουζίνα είναι ο φυσικός χώρος της γυναίκας.
Ακόμη στον επαγγελματικό χώρο τα γεγονότα μιλάνε από μόνα τους. Πόσοι δεν έχουμε ακούσει περιστατικά όπου οι γυναίκες υπάλληλοι παίρνουν χαμηλότερο μισθό από τους άνδρες υπαλλήλους ή για γυναίκες που απολύθηκαν επειδή έμειναν έγκυες ή ακόμη χειρότερα που έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση; Ακόμη παρόλο που πολλές γυναίκες διαπρέπουν κάνοντας λαμπρές καριέρες από πολλούς εργοδότες οι γυναίκες εργαζόμενοι δεν αποτελούν την ιδανική λύση, πράγμα που φαίνεται και στο ότι οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας, αφού από το νόμο δικαιούνται περισσότερες άδειες και επιδόματα πράγμα που δεν τους συμφέρει καθόλου όχι μόνο οικονομικά αλλά και όσον αφορά την παραγωγικότητα καθώς επίσης και σωματικά οι γυναίκες δεν ανταποκρίνονται το ίδιο σε βαριές δουλείες όπως οι άνδρες.
Όλα τα παραπάνω μας δείχνουν ότι οι γυναίκες δεν έχουν εξισωθεί με τους άνδρες αλλά ότι απλά το χάσμα μεταξύ τους έχει μειωθεί σημαντικά όμως πολλά πρέπει να γίνουν για να εξαφανιστεί. Το σίγουρο είναι ότι για να γίνει αυτό δε χρειάζεται μια αναθεώρηση της νομοθεσίας αλλά η άρση των αναχρονιστικών αντιλήψεων που τροχοπεδούν την εξέλιξη των γυναικών, με άλλα λόγια για ν’ αλλάξουμε την κοινωνία πρέπει ν’ αλλάξουμε τους εαυτούς μας. 
Η μαθήτρια της Β Λυκείου
Ελίνα Παπακίτσου

Β΄ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΘΕΜΑ: «Η ΣΥΜΒΙΩΣΗ ΣΕ ΜΙΑ ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ»

ΦΙΛΟΙ, ΝΑΙ ΦΙΛΟΙ, ΕΙΠΕ

Με αφορμή ένα μαθητικό διαγωνισμό, βρίσκομαι με άλλους τέσσερις συμμαθητές μου και την υπεύθυνη καθηγήτριά μας στο γυφτομαχαλά, «στο γύφτικο σχολείο» όπως λένε οι ντόπιοι ή «στο 4ο διαπολιτισμικό δημοτικό», όπως λέγεται επίσημα απ’ το Υπουργείο Παιδείας. Το θέμα του διαγωνισμού: «η συμβίωση σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία» και το ανήσυχο δημογραφικό μου πνεύμα, που σπάνια ασπάζεται τη θεωρία του ‘πίστευε και μη ερεύνα’ με σπρώχνουν να γράψω κάτι περισσότερο για τα παιδιά του γυφτομαχαλά.
Είναι ένα χειμωνιάτικο πρωινό. Δυο μαύρα μάτια με κοιτάζουν μ’ απορία προσπαθώντας να διαβάσουν στα δικά μου μάτια τις αγαθές προθέσεις μου. Με κοιτάζουν απορημένα εμένα και τους άλλους τέσσερις συμμαθητές μου. Δεν έχουν συνηθίσει τους μπαλαμό τόσο κοντά τους και η παρουσία ξένων παιδιών στο δικό τους σχολείο τα προβληματίζει.
Προσπαθώ να πιάσω κουβέντα, με το μελαψό αγόρι. Χαμογελώ αμήχανα. «Με λένε Σοφία» συστήνομαι, έτσι για να κάνω την αρχή. «Εσένα πως σε λένε;» ρωτάω το αγόρι. «Νικήτα» μου απαντά κοφτά. «Έχεις το ίδιο όνομα με τον ξάδερφό μου» λέω με μπερδεμένα συναισθήματα.. Δυο κόσμοι που ζουν τόσο κοντά, αλλά συνάμα τόσο μακριά ο ένας απ τον άλλο δεν είναι και τόσο εύκολο να ξανοιχτούν σε μια στιγμή. Μεγάλωσα με το φόβο των ανθρώπων αυτών. «Να φας όλο το φαΐ σου,» έλεγε η μάνα μου, «γιατί θα φωνάξω το γύφτο» απειλούσε. «Μην κλαις, γιατί θα σε στείλω στα γύφτικα,» απειλούσε η γιαγιά μου, όταν χαλούσα την ησυχία της και δεν την άφηνα να παρακολουθήσει το αγαπημένο της σήριαλ.

Κατά βάθος δεν ήξερα τίποτα για τους τσιγγάνους. Φόβο και προκατάληψη έκλεινα μέσα μου. Μα τώρα, θαρρώ είναι η κατάλληλη στιγμή να διαμορφώσω τη δική άποψη, αντικειμενικά και απρόσκοπτα, μέσα από τη συζήτηση με το Νικήτα. «Είσαι μαθητής Νικήτα;» Με κοιτάζει μόνο. Δεν απαντά, σαν κάτι να τον εμποδίζει. «Σε ποια τάξη πηγαίνεις;» ξαναρωτώ, θεωρώντας φυσικό ένα παιδί της ηλικίας του να πηγαίνει σχολείο. «Κανονικά στην έκτη» λέει και χαμηλώνει το βλέμμα του. «Γιατί; Δεν παρακολουθείς κανονικά τα μαθήματα;» ρωτώ διστακτικά. «Όχι, όχι, δεν είναι αυτό» βιάζεται ν’ απαντήσει. «Να, όταν μας είπαν πως θα πάμε σχολείο, χάρηκα πολύ, γιατί η μπάμπω έλεγε πως αν πάρουμε αλφαβητάρι στο χέρι, θα ζήσουμε καλύτερες μέρες εμείς οι τσιγγάνοι.» «Και πήγες στη πρώτη τάξη;» τον ρωτώ. «Ναι, με τα αδέρφια μου. Εμένα μου άρεσε το αλφαβητάρι, το μολύβι, η σάκα. Ο Κώστας και η Μαρία έλεγαν, πως δε μπορούν κλεισμένοι στην τάξη, σα φυλακή είναι το σχολείο» έλεγαν. «Εσύ νιώθεις φυλακισμένος;» «Για μας είναι βαρετό να γράφουμε και να διαβάζουμε και να κάνουμε ησυχία. Η δική μας ζωή είναι σαν το διάλειμμα, είναι χορός, είναι τραγούδι.» Τα μάτια του αστράφτουν. Μιλά για τον τρόπο ζωής του που τόσο αγαπά.
«Θα συνεχίσεις το σχολείο;» ρωτώ το Νικήτα. «Ναι, γιατί μια μέρα η μπάμπω μου είπε τη μεγάλη στεναχώρια της. Δε μπορούσε να βγάλει σύνταξη του ΟΓΑ. Αν είχε το αλφαβητάρι, θα τους κανόνιζε.» έλεγε. «Να το πάρω εγώ είπε, γιατί οι άλλοι αλλιώς θα με λογαριάζουν .» «Δίκιο έχει η μπάμπω» σκέφτηκα. «Η Μαρία, η αδερφή μου, λέει ότι είναι καλύτερα στο μαχαλά να παίζουμε, γιατί στο σχολείο αν κάνουμε αταξίες η δασκάλα μας φωνάζει.»
« Μωρέ εγώ θα πάω και ας με μαλώνει η δασκάλα» της είπα. «Το έχεις αποφασίσει Νικήτα να συνεχίσεις το σχολείο…» « Το έχω αποφασίσει μα με δυσκολεύει κάτι. Η δασκάλα θέλει να πηγαίνουμε καθαροί στο σχολείο. Στο τσαντίρι όμως δεν έχουμε, ούτε ζεστό, μα ούτε κρύο νερό. Νερό φέρνουμε με τα δοχεία απ’ την πόλη. Πώς να είμαι καθαρός; Όταν με βλέπει να χαλαλίζω το νερό φωνάζει η μάνα: τι θα πιούμε, με τι θα μαγειρέψουμε;» ρωτάει. «Τη φοβάμαι τη μάνα. Δέρνει, δέρνει πολύ.»
«Ο πατέρας σου συμφωνεί να πηγαίνεις στο σχολείο;» «Στο μαχαλά δεν έχεις δική σου γνώμη. Έχεις τη γνώμη του μαχαλά. Ο γείτονάς μου, λέει ότι δε χρειάζονται τα γράμματα και δε στέλνει τα παιδιά του σχολείο. Επηρεάζεται κι ο πατέρας μου. Να μην πας κι εσύ μου λέει.» «Κι εσύ πώς τα καταφέρνεις και συνεχίζεις;» τον ρωτάω. «Την άλλη μέρα, το ξεχνά. Όμως όταν έρχεται ο καιρός για δουλειές δε μου τη χαρίζει.. Σχολείο και κουραφέξαλα.» λέει. «Φορτώστε το φορτηγάκι πατάτες. Μη μυξοκλαίς εσύ, πρέπει να δουλέψουμε κι όχι να χασομεράμε στα σχολεία,» φωνάζει. Η Φωνή του Νικήτα ακούγεται μελαγχολική τώρα. Πώς να την τελειώσεις τη χρονιά, όταν το φορτηγάκι θα γυρίσει φορτωμένο πατάτες όλη την Ελλάδα; «Μην απογοητεύεσαι Νικήτα,» λέω «μπορεί να αργήσεις λίγο, μα θα το τελειώσεις το Δημοτικό κι ύστερα που ξέρεις, μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα και να έρθεις στο Γυμνάσιο.»
Προσπαθώ να του τονώσω το ηθικό, να μη χάσει τις λιγοστές ελπίδες που του απέμειναν, να μη τσαλακώσει το όνειρό του, μέσα στο μπόγο που μαζεύει τα πράγματά του για να πάει κάπου αλλού με την οικογένειά του. «Δεν μπορείς να καταλάβεις το πνεύμα της φυλής μας, τους νόμους της…» λέει. «Μεγαλώνω, όσο περνάει ο καιρός. Μπορεί να είμαι μαθητής στο Δημοτικό, αλλά οι μεγάλοι θέλουν να με αρραβωνιάσουν. Σε λίγο μπορεί να παντρευτώ. Πώς θα φτάσω ως το Γυμνάσιο; Βλέπεις δεν έχει έρθει ο καιρός των τσιγγάνων για τα γράμματα.» λέει με παράπονο. Όχι μόνο η φωνή του, αλλά και το πρόσωπό του, τσακίστηκε από θλίψη. «Μπορείς να το αλλάξεις αυτό. Μη δεχτείς…» του λέω. «Μίλησέ τους για το όνειρό σου…»¨ Με σταματά. Θεωρεί ανώφελη κάθε προσπάθεια. «Πώς να ζήσω αποκομμένος απ’ τη φυλή μου; Σε σας δεν θα ανήκω ποτέ, όσα σχολεία κι αν τελειώσω θα είμαι ο τσιγγάνος. Για κείνους πάλι θα είμαι ο ανεπιθύμητος, που έγινε μπαλαμό. Χωρίς φυλή δεν έχω ελπίδα….
Τα λόγια πέτρωσαν στα χείλη μου. Πέρα από τους χορούς, τα τσαντίρια, τα πολύχρωμα φουστάνια, τη δίψα για μάθηση και το πάθος για ζωή είναι και κάτι άλλο που δεν φαίνεται με το μάτι, είναι ο άγραφος νόμος της φυλής. Ένας νόμος σκληρός και ανελέητος, που δεν μπορείς εύκολα να τον παραβείς. Απλώνω το χέρι μου. «Φίλοι, Νικήτα;» αυτό μόνο μπορώ να πω, για να δείξω, πως κι εγώ η ‘μπαλαμό’ μπορώ τουλάχιστον να αισθανθώ φιλία για έναν τσιγγάνο. Απλώνει κι εκείνος το δικό του. « Φίλοι, ναι , φίλοι» λέει. Τα λόγια του γεμίζουν το στόμα και τη ψυχή του. Χάρηκε που έκανε φίλη μια ‘μπαλαμό.’ Όμως βαθιά μέσα του μένει καλά κρυμμένο και ανεκπλήρωτο το όνειρο της μπάμπως … Κι εγώ νιώθω ένα κενό. Πώς μπορώ να δώσω φτερά στο όνειρο;

Σοφία Νταβάλια
Μαθήτρια της Β΄ Τάξης